- θορων
- θορών
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
θορῶν — θορή fem gen pl θορός semen genitale masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θορών — θρῴσκω leap aor part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξάγνυμι — ἐξάγνυμι (Α) [άγνυμι] κατασυντρίβω («ὡς δὲ λέων ἐν βουσὶ θορὼν ἐξ αὐχένα ἄξῃ» σαν λιοντάρι που χυμάει στα βόδια και συντρίβει τελείως τον αυχένα, Ομ. Ιλ.) … Dictionary of Greek